ἐνόρνῡμι, aor. 1
ἐνῶρσα: Ep. aor. 2 Pass.
ἐνῶρτο:—the only two tenses used by
Hom.:—
A). arouse, stir up in a person,
τῇσιν γόον ἐνῶρσεν Il. 6.499 ;[
Ἀχαιοῖς] ἀνάλκιδα φύζαν ἐνόρσας 15.62 ;
ἐν δὲ σθένος ὦρσεν ἑκάστῳ 2.451 ;
φόβον τινί 11.544 ;[
μάχαν] (sc.
ἄμμιν)
Alc. Supp. 23.12 ;
θάρσος δ’ ἐνῶρσε .. στρατῷ E. Supp. 713 :— Pass.,
arise in or
among, ἐνῶρτο γέλως θεοῖσιν Il. 1.599 .