Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐνορκίζομαι
ἐνόρκιος
ἔνορκος
ἐνορκόω
ἐνορμάω
ἐνορμέω
ἐνορμίζω
ἐνόρμιον
ἐνόρμισμα
ἐνορμίτης
ἔνορμος
ἐνόρνυμι
ἐνορούω
ἐνορύσσω
ἐνορχέομαι
ἐνόρχης
ἔνορχις
ἔνορχος
ἔνος
ἔνος
ἕνος
View word page
ἔνορμος
ἔνορμ-ος· ἡ ὥρα παρὰ Θετταλοῖς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔνορμος
Headword (normalized):
ἔνορμος
Headword (normalized/stripped):
ενορμος
IDX:
35971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-35972
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔνορμ-ος·</span> <span class="foreign greek">ἡ ὥρα παρὰ Θετταλοῖς,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}