Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἑνοποιέω
ἑνοποιός
ἐνοπτιλίζειν
ἐνοπτος
ἐνοπτρίζω
ἐνοπτρικοί
ἐνόπτρισις
ἔνοπτρον
ἐνόρασις
ἐνοράω
ἐνοργείας
ἐνόρειος
ἐνορθιάζω
ἐνόριος
ἐνορκίζομαι
ἐνόρκιος
ἔνορκος
ἐνορκόω
ἐνορμάω
ἐνορμέω
ἐνορμίζω
View word page
ἐνοργείας
ἐνοργείας·
τὰς νεοσσείας
(Cret.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐνοργείας
Headword (normalized):
ἐνοργείας
Headword (normalized/stripped):
ενοργειας
IDX:
35957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-35958
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐνοργείας·</span> <span class="foreign greek">τὰς νεοσσείας</span> (Cret.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}