Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐνονυχίζει
ἐνόπη1
ἐνοπή2
ἐνόπιος
ἐνοπλίζω
ἐνόπλιος
ἐνοπλισμός
ἔνοπλος
ἑνοποιέω
ἑνοποιός
ἐνοπτιλίζειν
ἐνοπτος
ἐνοπτρίζω
ἐνοπτρικοί
ἐνόπτρισις
ἔνοπτρον
ἐνόρασις
ἐνοράω
ἐνοργείας
ἐνόρειος
ἐνορθιάζω
View word page
ἐνοπτιλίζειν
ἐνοπτιλίζειν· ἐμβλέπειν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐνοπτιλίζειν
Headword (normalized):
ἐνοπτιλίζειν
Headword (normalized/stripped):
ενοπτιλιζειν
IDX:
35949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-35950
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐνοπτιλίζειν·</span> <span class="foreign greek">ἐμβλέπειν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}