ἐνόπλιος
ἐνόπλ-ιος, ον , (ὅπλον)
A). = ἔνοπλος, ἔρις Fr. 6 ; πρύλις Dian. 241 ; ἐπιστήμη ; 20.2 πυρρίχη Vat. 64 : neut. as Adv., ἐλέλιξεν ἐνόπλιον Del. 137 .
II). ἐνόπλιος (with or without ῥυθμός), ὁ, 'martial' rhythm, An. 6.1.11 , etc.; ῥυθμὸς κατ’ ἐνόπλιον Nu. 651 ; ἐ. σύνθετος R. 400b ; also νόμος ; 75 ἀγωνία Hom. p.28 O.; ἐ. μέλη f; 14.63o Κουρήτων ἐ. παίγνια Lg. 796b ; θεῖν τὸν ἐ. Or. 2.20 : hence ἐνόπλια παίζειν O. 13.86 .—On the ῥυθμὸς κατ’ ἐνόπλιον, v. Sch. P. 2.127 , Sch. Nu. 651 .
III). ἐνόπλιον, contest in arms, of a race of war-chariots, SIG 802 A 10 (i A. D.).