Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐνολισθάνω
ἔνολμος
ἐνομήρης
ἐνομιλέω
ἐνομματόω
ἐνόμνυμαι
ἐνομόργνυμι
ἐνονυχίζει
ἐνόπη1
ἐνοπή2
ἐνόπιος
ἐνοπλίζω
ἐνόπλιος
ἐνοπλισμός
ἔνοπλος
ἑνοποιέω
ἑνοποιός
ἐνοπτιλίζειν
ἐνοπτος
ἐνοπτρίζω
ἐνοπτρικοί
View word page
ἐνόπιος
ἐνόπιος,
A). v. ἐνώπιος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐνόπιος
Headword (normalized):
ἐνόπιος
Headword (normalized/stripped):
ενοπιος
IDX:
35942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-35943
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐνόπιος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐνώπιος.</span> </div> </div><br><br>'}