ἐνοικο=δομέω
ἐνοικο=δομέω,
A). build in a place,[ τῇ νήσῳ] πύργον ;[ 3.51 ἐν τῇ Αακωνικῇ] τείχισμα ; 8.4 θύρετρον BCH 6.24 (Delos, ii B. C.):— Pass., ἐν τῇ Μιλήτῳ φρούριον :— Med., 8.84 ἐ. τεῖχος build oneself a fort there, . 3.85
II). build up, block up, τὰς θύρας τῶν οἰκιῶν PPetr. 2p.28 ; θυρίδα An. 6.29.10 ; εἴσοδον ; 11.45 πυλίδα τινὰ ἐνῳκοδομημένην (or perh. 6.51 built into the wall), cf. ; 1.40.4 φάραγξ -μημένη . 3.37