Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκρολοφίτης
ἀκρόλοφος
ἀκρολυτέω
ἀκρόμαλλος
ἀκρομανής
ἀκρομάσθιον
ἀκρομέθυσος
ἀκρομέλας
ἀκρομέτωπος
ἀκρομόλυβδος
ἀκρομύλη
ἀκρομφάλιον
ἄκρον
ἀκρόνηον
ἀκρονιφής
ἀκρονυγῶς
ἀκρονύκτιος
ἀκρόνυκτος
ἄκρονυξ
ἀκρονυχί
ἀκρονυχία
View word page
ἀκρομύλη
ἀκρο-μύλη· ἢ γουνὶς μύλων ἢ μύλος αὐτός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκρομύλη
Headword (normalized):
ἀκρομύλη
Headword (normalized/stripped):
ακρομυλη
IDX:
3589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3590
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκρο-μύλη·</span> <span class="foreign greek">ἢ γουνὶς μύλων ἢ μύλος αὐτός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}