Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐννόησις
ἐννοητέον
ἐννοητικός
ἔννοια
ἐννοιάδες
ἐννόμιος
ἐννομολέσχης
ἔννομος
ἔννοος
ἔννος
ἐννοσία
Ἐννοσίγαιος
Ἐννοσίδας
ἔννοσις
ἐννοσίφυλλος
ἐννοσσεύω
ἐννοσσοποιέομαι
ἐννότιος
ἐννοχλέω
ἔννυθεν
ἐννυκτερεύω
View word page
ἐννοσία
ἐννοσία· ἀλογία, ἀργία, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐννοσία
Headword (normalized):
ἐννοσία
Headword (normalized/stripped):
εννοσια
IDX:
35873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-35874
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐννοσία·</span> <span class="foreign greek">ἀλογία, ἀργία,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}