Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐννήχομαι
ἔννιον
ἐννιτρόγεως
Ἐννοδία
ἐννοέω
ἐννοηματικός
ἐννόησις
ἐννοητέον
ἐννοητικός
ἔννοια
ἐννοιάδες
ἐννόμιος
ἐννομολέσχης
ἔννομος
ἔννοος
ἔννος
ἐννοσία
Ἐννοσίγαιος
Ἐννοσίδας
ἔννοσις
ἐννοσίφυλλος
View word page
ἐννοιάδες
ἐννοιάδες αἶγες, αἳ μὴ κορύπτουσιν, Hsch. (post ἑνοῖ).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐννοιάδες
Headword (normalized):
ἐννοιάδες
Headword (normalized/stripped):
εννοιαδες
IDX:
35867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-35868
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐννοιάδες</span> <span class="foreign greek">αἶγες, αἳ μὴ κορύπτουσιν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (post <span class="foreign greek">ἑνοῖ</span>).</div><br><br>'}