Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐννήκοντα
ἐννῆμαρ
ἐννήρης
ἐννησιάδες
ἐννήυσκλοι
ἔννηφιν
ἐννήφω
ἐννήχομαι
ἔννιον
ἐννιτρόγεως
Ἐννοδία
ἐννοέω
ἐννοηματικός
ἐννόησις
ἐννοητέον
ἐννοητικός
ἔννοια
ἐννοιάδες
ἐννόμιος
ἐννομολέσχης
ἔννομος
View word page
Ἐννοδία
Ἐννοδία,
A). v. ένόδιος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ἐννοδία
Headword (normalized):
ἐννοδία
Headword (normalized/stripped):
εννοδια
IDX:
35860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-35861
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ἐννοδία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ένόδιος.</span> </div> </div><br><br>'}