Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐνδίολκος
ἔνδιον
ἐνδιορθόομαι
ἔνδιος
ἐνδιόω
ἐνδιπλασιάζω
ἐνδιπλόω
ἐνδίσματα
ἐνδίφριος
ἐνδογενής
ἐνδογενικός
ἔνδοθεν
ἔνδοθι
ἐνδοθίδιος
ἔνδοι
ἐνδοιάζω
ἐνδοιάσιμος
ἐνδοίασις
ἐνδοιασμός
ἐνδοιαστής
ἐνδοιαστικός
View word page
ἐνδογενικός
ἐνδογεν-ικός
,
ή
,
όν
, = foreg.,
PFlor.
294.52
(vi A. D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐνδογενικός
Headword (normalized):
ἐνδογενικός
Headword (normalized/stripped):
ενδογενικος
IDX:
35241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-35242
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐνδογεν-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PFlor.</span> 294.52 </span> (vi A. D.).</div><br><br>'}