Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐνδινευτής
ἐνδινεύω
ἐνδινέω
ἐνδίολκος
ἔνδιον
ἐνδιορθόομαι
ἔνδιος
ἐνδιόω
ἐνδιπλασιάζω
ἐνδιπλόω
ἐνδίσματα
ἐνδίφριος
ἐνδογενής
ἐνδογενικός
ἔνδοθεν
ἔνδοθι
ἐνδοθίδιος
ἔνδοι
ἐνδοιάζω
ἐνδοιάσιμος
ἐνδοίασις
View word page
ἐνδίσματα
ἐνδίσματα· ἐναλίσματα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐνδίσματα
Headword (normalized):
ἐνδίσματα
Headword (normalized/stripped):
ενδισματα
IDX:
35238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-35239
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐνδίσματα·</span> <span class="foreign greek">ἐναλίσματα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}