Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐνδεχομένως
ἐνδέω1
ἐνδέω2
ἐνδηΐδες
ἔνδηλος
ἐνδημέω
ἐνδημία
ἐνδήμιος
ἐνδημιουργέω
ἔνδημος
ἔνδια
ἐνδιαβάλλω
ἐνδιάβολος
Ἐνδίαγρος
ἐνδιάγω
ἐνδιαεριαυερινήχετος
ἐνδιάζω
ἐνδιάθεσις
ἐνδιάθετος
ἐνδιάθηκος
ἐνδιαθρύπτομαι
View word page
ἔνδια
ἔνδια· ὀδύνη, λεῖψις πράγματος, ἢ μεσημβρία, διατριβή, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔνδια
Headword (normalized):
ἔνδια
Headword (normalized/stripped):
ενδια
IDX:
35174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-35175
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔνδια·</span> <span class="foreign greek">ὀδύνη, λεῖψις πράγματος, ἢ μεσημβρία, διατριβή</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}