ἐνδημέω
ἐνδημ-έω, Dor. ἐνδᾱμέω,
A). live at or in a place, , 9.5 IG 12(5).534.6 (Ceos, ii B. C.); simply, stay, remain in a place, μέχρις ἂν ἐνδημῶσιν οἱ πρέσβεις ; 10.11 ἐνδημῶν καὶ ἀποδημῶν Mitteis Chr. 284.3 (ii B. C.), etc.: metaph., ὁ θεὸς ἐνδεδήμηκεν εἰς τὴν ἐμὴν ψυχήν ; 6.3 ἐ. ἐν τῷ σώματι, πρὸς τὸν Κύριον, 2 Ep.Cor. 5.6 , 8 .