Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀκρόαμα
ἀκροαματικός
ἀκροάομαι
ἀκρόασις
ἀκροατέον
ἀκροατήριον
ἀκροατής
ἀκροατικός
ἀκροαπίς
ἀκροβάζειν
ἀκροβαμονέω
ἀκροβαρέω
ἀκρόβασις
ἀκροβατέω
ἀκροβάτης
ἀκροβατικός
ἀκρόβατος
ἀκροβαφής
ἀκροβελής
ἀκροβελίς
ἀκροβηματίζω
View word page
ἀκροβαμονέω
ἀκρο-βαμονέω
,
A).
=
ἀκροβατέω
,
Hippiatr.
117
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀκροβαμονέω
Headword (normalized):
ἀκροβαμονέω
Headword (normalized/stripped):
ακροβαμονεω
IDX:
3515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3516
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκρο-βαμονέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀκροβατέω</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hippiatr.</span> 117 </span>.</div> </div><br><br>'}