Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκροάζομαι
ἀκρόαμα
ἀκροαματικός
ἀκροάομαι
ἀκρόασις
ἀκροατέον
ἀκροατήριον
ἀκροατής
ἀκροατικός
ἀκροαπίς
ἀκροβάζειν
ἀκροβαμονέω
ἀκροβαρέω
ἀκρόβασις
ἀκροβατέω
ἀκροβάτης
ἀκροβατικός
ἀκρόβατος
ἀκροβαφής
ἀκροβελής
ἀκροβελίς
View word page
ἀκροβάζειν
ἀκρο-βάζειν· ἄκροις τοῖς ποσὶν ἐπιβαίνειν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκροβάζειν
Headword (normalized):
ἀκροβάζειν
Headword (normalized/stripped):
ακροβαζειν
IDX:
3514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3515
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκρο-βάζειν·</span> <span class="foreign greek">ἄκροις τοῖς ποσὶν ἐπιβαίνειν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}