Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐναράσσω
ἐναράτιον
ἐνάργεια
ἐνάργημα
ἐναργής
ἐναργότης
ἐναργυρίζω
ἐναργυρόω
ἐναργώδης
ἐναρδεύω
Ἐνάρεες
Ἐνάριες
ἐνάρετος
ἐναρηρώς
ἐναρηφόρος
ἐνάρθμιος
ἐναρθρόομαι
ἔναρθρος
ἐνάρθρωσις
ἐναρίζω
ἐναριθμέω
View word page
Ἐνάρεες
Ἐνάρεες or ἐναρδ-αρέες (


ShortDef

Scythian loanword, for ἀνδρόγυνοι?

Debugging

Headword:
Ἐνάρεες
Headword (normalized):
ἐνάρεες
Headword (normalized/stripped):
εναρεες
IDX:
34986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34987
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ἐνάρεες</span> or <span class="orth greek">ἐναρδ-αρέες</span> (</div><br><br>'}