ἐναπομάσσω
ἐναπο-μάσσω,
A). wipe off upon, e. g. pigments, :— Med., 2.99b receive an impression, λογισμοὶ ἐ. τύπους φρονήσεως ,al.:— Pass., 1.59 to be stamped on, κηροῖς , cf. 2.3e ; 7.46 to be imaged in, τῷ κατόπτρῳ ; also 5.13 φαντασία κατ’ αὐτὸ τὸ ὑπάρχον -μεμαγμένη . 1.18
2). Med., ἐναπομάξασθαι Χεῖράς τινι wipe one's hands on, cj.in ; of a snake, 3.44 λυσσᾶν ποῦ ἐναπομάξεται τὸν ἰόν Sch.Gen. . 22.95
II). rub, dry, Trall. Febr. 1 .