Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐναπενιαυτίζω
ἐναπεργάζομαι
ἐναπερείδω
ἐναπέρεισις
ἐναπερεύγω
ἐναπεσφραγισμένως
ἐναπῆκε
ἐναπῆπτε
ἐναπηχέω
ἐνάπιγμα
ἐναπιλλημένους
ἐνάπλωσις
ἐναποβάπτω
ἐναποβλέπω
ἐναποβρέχω
ἐναπογεννάω
ἐναπογράφομαι
ἐναπόγραφος
ἐναποδείκνυμαι
ἐναποδείκτως
ἐναποδέω
View word page
ἐναπιλλημένους
ἐναπιλλημένους·
διακρατηθέντας
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐναπιλλημένους
Headword (normalized):
ἐναπιλλημένους
Headword (normalized/stripped):
εναπιλλημενους
IDX:
34888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34889
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐναπιλλημένους·</span> <span class="foreign greek">διακρατηθέντας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}