Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐναπασχολέω
ἐναπειλέω
ἐναπειροκαλέω
ἐναπενιαυτίζω
ἐναπεργάζομαι
ἐναπερείδω
ἐναπέρεισις
ἐναπερεύγω
ἐναπεσφραγισμένως
ἐναπῆκε
ἐναπῆπτε
ἐναπηχέω
ἐνάπιγμα
ἐναπιλλημένους
ἐνάπλωσις
ἐναποβάπτω
ἐναποβλέπω
ἐναποβρέχω
ἐναπογεννάω
ἐναπογράφομαι
ἐναπόγραφος
View word page
ἐναπῆπτε
ἐναπῆπτε
, Ion. for
ἐναφῆπτε
, 3 sg. impf. of
ἐναφάπτω
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐναπῆπτε
Headword (normalized):
ἐναπῆπτε
Headword (normalized/stripped):
εναπηπτε
IDX:
34885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34886
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐναπῆπτε</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ἐναφῆπτε</span>, 3 sg. impf. of <span class="foreign greek">ἐναφάπτω</span>.</div><br><br>'}