ἐναπερείδω
ἐναπ-ερείδω,
A). support or rest upon, ὁ φωνῶν ἐ. αὑτὸν ἐν φθόγγῳ :— Pass., 5.5.5 depend upon, dub. in Lib. p.63O.
II). Med., ἐναπερείδεσθαι τὸ κέντρον ἐν νεύρῳ fix it in, ; 8.196 ἐ. τὴν ὀργὴν εἴς τινα vent it upon .., ; 22.13.2 τὸν ἀγῶνα τοῦ λόγου τινί BJ 2.2.5 ; Χρήματα ἐν ὑμῖν Ep. 69.2 .
2). fix attention upon, τῇ τῶν νεῶν φροντίδι :— Pass., 4.3.17 to be so fixed, -ομένης ταύτῃ τῆς δυνάμεως ib. 23 .
3). struggle with, resist, τῇ μνήμῃ (s. v. l.). 2.126e