Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐναντιόω
ἐναντιπέρᾱ
ἐναντίωμα
ἐναντιωματικός
ἐναντιωνυμέω
ἐναντιώνυμος
ἐναντίωσις
ἐναντιωτέον
ἐναντιωτικός
ἐναντλέω
ἔναξε
ἐναξονίζω
ἐναολλής
ἐνάπαλος
ἐναπάρχομαι
ἐναπασχολέω
ἐναπειλέω
ἐναπειροκαλέω
ἐναπενιαυτίζω
ἐναπεργάζομαι
ἐναπερείδω
View word page
ἔναξε
ἔναξε, V. νάσσω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔναξε
Headword (normalized):
ἔναξε
Headword (normalized/stripped):
εναξε
IDX:
34870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34871
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔναξε</span>, V. <span class="foreign greek">νάσσω</span>.</div><br><br>'}