Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐναντιοπετής
ἐναντιοποιολογικός
ἐναντιοπραγέω
ἐναντίος
ἐναντιότης
ἐναντιοτροπία
ἐναντιοφανής
ἐναντιόφημος
ἐναντιόφρων
ἐναντιόφωνος
ἐναντιόω
ἐναντιπέρᾱ
ἐναντίωμα
ἐναντιωματικός
ἐναντιωνυμέω
ἐναντιώνυμος
ἐναντίωσις
ἐναντιωτέον
ἐναντιωτικός
ἐναντλέω
ἔναξε
View word page
ἐναντιόω
ἐναντῐ-όω, V. ἐναντιόομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐναντιόω
Headword (normalized):
ἐναντιόω
Headword (normalized/stripped):
εναντιοω
IDX:
34860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34861
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐναντῐ-όω</span>, V. <span class="foreign greek">ἐναντιόομαι</span>.</div><br><br>'}