Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐναντιοπαθής
ἐναντιοπετής
ἐναντιοποιολογικός
ἐναντιοπραγέω
ἐναντίος
ἐναντιότης
ἐναντιοτροπία
ἐναντιοφανής
ἐναντιόφημος
ἐναντιόφρων
ἐναντιόφωνος
ἐναντιόω
ἐναντιπέρᾱ
ἐναντίωμα
ἐναντιωματικός
ἐναντιωνυμέω
ἐναντιώνυμος
ἐναντίωσις
ἐναντιωτέον
ἐναντιωτικός
ἐναντλέω
View word page
ἐναντιόφωνος
ἐναντῐό-φωνος, ον,
A). contradicting, Hsch. s.v. ἀντίφωνα .


ShortDef

contradicting

Debugging

Headword:
ἐναντιόφωνος
Headword (normalized):
ἐναντιόφωνος
Headword (normalized/stripped):
εναντιοφωνος
IDX:
34859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34860
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐναντῐό-φωνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">contradicting</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀντίφωνα</span> .</div> </div><br><br>'}