Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐναντιόβουλος
ἐναντιογνώμων
ἐναντιοδρομέω
ἐναντιοδρομία
ἐναντιοδύναμος
ἐναντιοζύγως
ἐναντιόθετος
ἐναντιολογέω
ἐναντιολογία
ἐναντιολογικός
ἐναντίον
ἐναντιόομαι
ἐναντιοπαθέω
ἐναντιοπαθής
ἐναντιοπετής
ἐναντιοποιολογικός
ἐναντιοπραγέω
ἐναντίος
ἐναντιότης
ἐναντιοτροπία
ἐναντιοφανής
View word page
ἐναντίον
ἐναντίον, Adv.,
A). v. ἐναντίος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐναντίον
Headword (normalized):
ἐναντίον
Headword (normalized/stripped):
εναντιον
IDX:
34846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34847
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐναντίον</span>, Adv., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐναντίος</span> .</div> </div><br><br>'}