Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐναγιστήριον
ἐναγκαλίζομαι
ἐναγκάλισμα
ἐναγκοινέομαι
ἐναγκυλάω
ἐναγκυλίζω
ἐναγκωνίζω
ἐναγλαΐζομαι
ἔναγμος
ἐναγοράζειν
ἐναγρόμενο|ς
ἔναγρος
ἐναγρυπνέω
ἔναγχος
ἐνάγω
ἐναγωγή
ἐναγωνίζομαι
ἐναγώνιος
ἐναγώνισις
ἐναδημονέω
ἐναδιαφορέω
View word page
ἐναγρόμενο|ς
ἐναγρόμενο|ς,
A). v. ἐναγείρω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐναγρόμενο|ς
Headword (normalized):
ἐναγρόμενο|ς
Headword (normalized/stripped):
εναγρομενο|ς
IDX:
34720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34721
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐναγρόμενο|ς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐναγείρω</span> .</div> </div><br><br>'}