Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐναγισμός
ἐναγιστήριον
ἐναγκαλίζομαι
ἐναγκάλισμα
ἐναγκοινέομαι
ἐναγκυλάω
ἐναγκυλίζω
ἐναγκωνίζω
ἐναγλαΐζομαι
ἔναγμος
ἐναγοράζειν
ἐναγρόμενο|ς
ἔναγρος
ἐναγρυπνέω
ἔναγχος
ἐνάγω
ἐναγωγή
ἐναγωνίζομαι
ἐναγώνιος
ἐναγώνισις
ἐναδημονέω
View word page
ἐναγοράζειν
ἐναγοράζειν·
ἐναθροίζεσθαι
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐναγοράζειν
Headword (normalized):
ἐναγοράζειν
Headword (normalized/stripped):
εναγοραζειν
IDX:
34719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34720
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐναγοράζειν·</span> <span class="foreign greek">ἐναθροίζεσθαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}