Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐμφανιστής
ἐμφανιστικός
ἐμφανόν
ἐμφαντάζομαι
ἐμφάντασις
ἐμφαντικός
ἐμφαρμάσσω
ἐμφαρύγγομαι
ἔμφασις
ἐμφατικός
ἔμφατον
ἐμφέρβομαι
ἐμφέρεια
ἐμφερής
ἐμφέρω
ἐμφεύγω
ἐμφθέγγομαι
ἐμφθορής
ἐμφιληδέω
ἐμφιλοδοξέω
ἐμφιλοκαλέω
View word page
ἔμφατον
ἔμφατον·
αἰνιγματοειδῶς εἰρημένον
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔμφατον
Headword (normalized):
ἔμφατον
Headword (normalized/stripped):
εμφατον
IDX:
34603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34604
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔμφατον·</span> <span class="foreign greek">αἰνιγματοειδῶς εἰρημένον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}