Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκρελεφάντινος
ἀκρεμονικός
ἀκρεμών
ἀκρεσπέριος
ἀκρέσπερος
ἀκρεῶτις
ἀκρήβης
ἄκρηβος
ἀκρήδεμνος
ἀκρηθής
ἄκρητος
ἀκρητόχολος
ἀκρία1
ἄκρια2
ἀκριβάζω
ἀκρίβασμα
ἀκριβασμός
ἀκριβαστής
ἀκρίβεια
ἀκριβεύω
ἀκριβής
View word page
ἄκρητος
ἄκρητος, ἀκρητο-ποσίη, ἀκρ-πότης, v.sub ἀκρατ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄκρητος
Headword (normalized):
ἄκρητος
Headword (normalized/stripped):
ακρητος
IDX:
3456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3457
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄκρητος</span>, <span class="orth greek">ἀκρητο-ποσίη</span>, <span class="orth greek">ἀκρ-πότης</span>, v.sub <span class="foreign greek">ἀκρατ-</span>.</div><br><br>'}