ἐμπρόσθιος
ἐμπρόσθ-ιος, ον,
A). fore, like πρόσθιος , of the feet of a quadruped, opp. ὀπίσθιοι, ἐ. πόδες ; 4.60 σκέλη Eq. 11.2 , PA 688a12 , BCH 35.286 (Delos); κῶλα PA 687b28 ; οἱ ἐ. ὀδόντες Ph. 198b25 ; ἐ. τραύμ/ατα wounds in front, . 10.37