Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐμπρήθω
ἔμπρησις
ἐμπρησμός
ἐμπρηστής
ἐμπρίζω
ἐμπριόεις
ἐμπριστικός
ἐμπρίω
ἐμπρόθεσμος
ἐμπροίκιος
ἐμπρόκειμαι
ἐμπρομελετάω
ἔμπροσθα
ἔμπροσθεν
ἐμπροσθίδιος
ἐμπρόσθιος
ἐμπροσθόκεντρος
ἐμπροσθοτονία
ἐμπροσθοτονικός
ἐμπροσθότονος
ἐμπροσθουρητικός
View word page
ἐμπρόκειμαι
ἐμπρό-κειμαι,
A). to be impending, imminent, Carneisc. Herc. 1027.9 .


ShortDef

to be impending, imminent

Debugging

Headword:
ἐμπρόκειμαι
Headword (normalized):
ἐμπρόκειμαι
Headword (normalized/stripped):
εμπροκειμαι
IDX:
34517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34518
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐμπρό-κειμαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be impending, imminent</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Carneisc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Herc.</span> 1027.9 </span>.</div> </div><br><br>'}