Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκρατοφόρος
ἀκρατόφρων
ἀκράτωρ
ἀκραχολέω
ἀκραχολία
ἀκράχολος
ἄκρεα
ἀκρελεφάντινος
ἀκρεμονικός
ἀκρεμών
ἀκρεσπέριος
ἀκρέσπερος
ἀκρεῶτις
ἀκρήβης
ἄκρηβος
ἀκρήδεμνος
ἀκρηθής
ἄκρητος
ἀκρητόχολος
ἀκρία1
ἄκρια2
View word page
ἀκρεσπέριος
ἀκρ-εσπέριος, ον, = sq., IG 12(7).123 (Amorgos).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκρεσπέριος
Headword (normalized):
ἀκρεσπέριος
Headword (normalized/stripped):
ακρεσπεριος
IDX:
3449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3450
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκρ-εσπέριος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12(7).123 </span> (Amorgos).</div><br><br>'}