Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτέα
ἐμπορευτικός
ἐμπορία
ἐμποριάρχης
ἐμπορίζομαι
ἐμπορικός
ἐμπόριον
ἐμπόριος
ἐμπορῖται
ἐμποριωνῄτας
ἔμπορος
ἐμπορπάω
ἐμπόρπημα
ἐμπορπόομαι
ἐμπόρφυρος
ἔμποτος
Ἔμπουσα
ἐμπρακτικός
ἔμπρακτος
ἔμπραξις
View word page
ἐμποριωνῄτας
ἐμπορ-ιωνῄτας (-ιδον- cod.)· ἐνοικίου πρακτῆρας, i.e. those who
A). farm the tax paid by ἔμποροι, Id.


ShortDef

farmers of the tax paid by ἔμποροι

Debugging

Headword:
ἐμποριωνῄτας
Headword (normalized):
ἐμποριωνῄτας
Headword (normalized/stripped):
εμποριωνητας
IDX:
34492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34493
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐμπορ-ιωνῄτας</span> (<span class="foreign greek">-ιδον-</span> cod.)<span class="foreign greek">· ἐνοικίου πρακτῆρας</span>, i.e. those who <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">farm the tax paid by</span> <span class="foreign greek">ἔμποροι</span>, Id.</div> </div><br><br>'}