Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐμπορεῖον
ἐμπόρευμα
ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτέα
ἐμπορευτικός
ἐμπορία
ἐμποριάρχης
ἐμπορίζομαι
ἐμπορικός
ἐμπόριον
ἐμπόριος
ἐμπορῖται
ἐμποριωνῄτας
ἔμπορος
ἐμπορπάω
ἐμπόρπημα
ἐμπορπόομαι
ἐμπόρφυρος
ἔμποτος
Ἔμπουσα
ἐμπρακτικός
View word page
ἐμπόριος
ἐμπόρ-ιος, ,
A). = μέτοικος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐμπόριος
Headword (normalized):
ἐμπόριος
Headword (normalized/stripped):
εμποριος
IDX:
34490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34491
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐμπόρ-ιος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μέτοικος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}