Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐμποιητέον
ἐμποιητικός
ἐμποικίλλω
ἐμποίνιμος
ἐμποίνιος
ἔμποκος
ἐμπολαῖος
ἐμπολάω
ἐμπολεμέω
ἐμπολέμιος
ἐμπόλεμος
ἐμπολεμόω
ἐμπολεύς
ἐμπολέω
ἐμπολή
ἐμπόλημα
ἐμπόλησις
ἐμπολητός
ἐμπολίζω
ἐμπόλιον
ἐμπολιορκέω
View word page
ἐμπόλεμος
ἐμπόλεμ-ος, ον, = foreg., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐμπόλεμος
Headword (normalized):
ἐμπόλεμος
Headword (normalized/stripped):
εμπολεμος
IDX:
34461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34462
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐμπόλεμ-ος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}