Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἔμπνυτο
ἐμποδεία
ἐμποδέω
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμπόδισις
ἐμπόδισμα
ἐμποδισμός
ἐμποδιστής
ἐμποδιστικός
ἐμποδόομαι
ἔμποδος
ἐμποδοστατέω
ἐμποδοστάτης
ἐμποδών
ἐμποιέω
ἐμποίησις
ἐμποιητέον
ἐμποιητικός
ἐμποικίλλω
ἐμποίνιμος
View word page
ἐμποδόομαι
ἐμποδ-όομαι,
A). = ἐμπεδόομαι , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐμποδόομαι
Headword (normalized):
ἐμποδόομαι
Headword (normalized/stripped):
εμποδοομαι
IDX:
34444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34445
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐμποδ-όομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἐμπεδόομαι</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}