Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐμπλήρωμα
ἐμπλήρωσις
ἔμπλησις
ἐμπλήσσω
ἐμπληστέος
ἔμπλητο
ἐμπλοκή
ἐμπλόκια
ἐμπλόκιον
ἔμπλουμος
ἐμπνείω
ἐμπνευματοποιέομαι
ἐμπνευματόω
ἐμπνευμάτωσις
ἐμπνευματωτικός
ἔμπνευσις
ἐμπνευστικὰ
ἐμπνευστός
ἐμπνέω
ἐμπνοή
ἔμπνοια
View word page
ἐμπνείω
ἐμπνείω, poet. for ἐμπνέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐμπνείω
Headword (normalized):
ἐμπνείω
Headword (normalized/stripped):
εμπνειω
IDX:
34421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34422
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐμπνείω</span>, poet. for <span class="foreign greek">ἐμπνέω</span>.</div><br><br>'}