Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐμπλήδην
ἐμπληθής
ἐμπλήθομαι
ἐμπληθύνομαι
ἐμπληκταδοῦς
ἐμπληκτικός
ἔμπληκτος
ἐμπλημμυρέω
ἔμπλην1
ἔμπλην2
ἔμπληντο
ἐμπληξία
ἔμπληξις
ἐμπλήρωμα
ἐμπλήρωσις
ἔμπλησις
ἐμπλήσσω
ἐμπληστέος
ἔμπλητο
ἐμπλοκή
ἐμπλόκια
View word page
ἔμπληντο
ἔμπληντο
, Ep. 3 pl. aor. 2 Pass. of
ἐμπίμπλημι
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔμπληντο
Headword (normalized):
ἔμπληντο
Headword (normalized/stripped):
εμπληντο
IDX:
34408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34409
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔμπληντο</span>, Ep. 3 pl. aor. 2 Pass. of <span class="foreign greek">ἐμπίμπλημι</span>.</div><br><br>'}