Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐμπλαστροποιΐα
ἔμπλαστρος
ἐμπλαστρώδης
ἐμπλατ<ε>ιάσασα
ἐμπλατής
ἐμπλατία
ἐμπλὰ
ἔμπλατυς
ἐμπλέγδην
ἔμπλεγμα
ἔμπλειος
ἐμπλέκτης
ἔμπλεκτος
ἐμπλέκω
ἔμπλεξις
ἐμπλεονάζω
ἔμπλεος
ἐμπλεύρια
ἐμπλευρόομαι
ἔμπλευρος
ἐμπλέω
View word page
ἔμπλειος
ἔμπλειος,
A). v. ἔμπλεος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔμπλειος
Headword (normalized):
ἔμπλειος
Headword (normalized/stripped):
εμπλειος
IDX:
34385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34386
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔμπλειος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἔμπλεος</span> .</div> </div><br><br>'}