ἐμπλάζω (A),
A). drive about in:—hence in Pass.,
wander about in or
among,
ὕλῃ ἐνιπλαγχθείς Orph. A. 645 ;
πολλὴν ἀταξίαν τὰ σκευοφόρα τοῖς μαχομένοις -όμενα παρεῖχε Plu. Oth. 12 .
2). metaph., τεχνῖται -ονται μᾶλλον χρῆσθαι συνετωτέροις κριταῖς Phld. Rh. 1.376S.