Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἔμπη
ἐμπήγνυμι
ἐμπηδάω
ἐμπήδησις
ἐμπηκτέον
ἐμπήκτης
ἔμπηλος
ἐμπηνός
ἔμπηξις
ἔμπηρος
ἔμπης
ἐμπήσσομαι
ἐμπιέζω
ἐμπίεσις
ἐμπίεσμα
ἐμπικραίνομαι
ἔμπικρος
ἐμπιλέομαι
ἐμπίλια
ἐμπίμελος
ἐμπίμπλημι
View word page
ἔμπης
ἔμπης, Adv., Ep. for ἔμπας.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔμπης
Headword (normalized):
ἔμπης
Headword (normalized/stripped):
εμπης
IDX:
34341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34342
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔμπης</span>, Adv., Ep. for <span class="foreign greek">ἔμπας</span>.</div><br><br>'}