Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐμπεριποιέω
ἐμπεριρρήγνυμι
ἐμπερισπούδαστος
ἐμπεριστέγω
ἐμπερίσχεσις
ἐμπερκάζω
ἐμπερονατρίς
ἐμπερονάω
ἐμπερόνημα
ἐμπερπερεύομαι
ἔμπεσον
ἐμπεταλίς
ἐμπετάννυμι
ἐμπέτασμα
ἔμπετες
ἐμπέτομαι
ἔμπετρος
ἐμπευκής
ἐμπεφυκότως
ἐμπεφυρμένως
ἔμπη
View word page
ἔμπεσον
ἔμπεσον
, Ep. aor. 2 of
ἐμπίπτω
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔμπεσον
Headword (normalized):
ἔμπεσον
Headword (normalized/stripped):
εμπεσον
IDX:
34321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34322
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔμπεσον</span>, Ep. aor. 2 of <span class="foreign greek">ἐμπίπτω</span>.</div><br><br>'}