Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐμπεριοχή
ἐμπεριπατέω
ἐμπεριπείρω
ἐμπεριπίπτω
ἐμπεριπλέω
ἐμπεριποιέω
ἐμπεριρρήγνυμι
ἐμπερισπούδαστος
ἐμπεριστέγω
ἐμπερίσχεσις
ἐμπερκάζω
ἐμπερονατρίς
ἐμπερονάω
ἐμπερόνημα
ἐμπερπερεύομαι
ἔμπεσον
ἐμπεταλίς
ἐμπετάννυμι
ἐμπέτασμα
ἔμπετες
ἐμπέτομαι
View word page
ἐμπερκάζω
ἐμπερκάζω,= περκάζω, Hsch.; cf. ἐμπερ<καίν>ονται· ἐμποικίλλονται, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐμπερκάζω
Headword (normalized):
ἐμπερκάζω
Headword (normalized/stripped):
εμπερκαζω
IDX:
34316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34317
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐμπερκάζω</span>,= <span class="foreign greek">περκάζω</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="orth greek">ἐμπερ&lt;καίν&gt;ονται·</span> <span class="foreign greek">ἐμποικίλλονται</span>, Id.</div><br><br>'}