Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐμπεριεκτικός
ἐμπεριέρχομαι
ἐμπεριέχω
ἐμπεριισχάνω
ἐμπερικλείω
ἐμπεριλαμβάνω
ἐμπεριληπτικός
ἐμπερίληψις
ἐμπερινοέω
ἐμπερίοδος
ἐμπεριοχή
ἐμπεριπατέω
ἐμπεριπείρω
ἐμπεριπίπτω
ἐμπεριπλέω
ἐμπεριποιέω
ἐμπεριρρήγνυμι
ἐμπερισπούδαστος
ἐμπεριστέγω
ἐμπερίσχεσις
ἐμπερκάζω
View word page
ἐμπεριοχή
ἐμπερι-οχή, ,
A). encompassing, Cleom. 1.3 .


ShortDef

encompassing

Debugging

Headword:
ἐμπεριοχή
Headword (normalized):
ἐμπεριοχή
Headword (normalized/stripped):
εμπεριοχη
IDX:
34306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34307
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐμπερι-οχή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">encompassing</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1272.tlg001:1:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1272.tlg001:1.3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cleom.</span> 1.3 </a>.</div> </div><br><br>'}