Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐμπέραμος
ἐμπερδολεκαναρύταινα
ἐμπερής
ἐμπεριάγω
ἐμπεριβάλλω
ἐμπερίβολος
ἐμπεριγράφω
ἐμπεριεκτικός
ἐμπεριέρχομαι
ἐμπεριέχω
ἐμπεριισχάνω
ἐμπερικλείω
ἐμπεριλαμβάνω
ἐμπεριληπτικός
ἐμπερίληψις
ἐμπερινοέω
ἐμπερίοδος
ἐμπεριοχή
ἐμπεριπατέω
ἐμπεριπείρω
ἐμπεριπίπτω
View word page
ἐμπεριισχάνω
ἐμπερι-ισχάνω,= foreg., Nech. ap. eund. 280.3 ( Pass.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐμπεριισχάνω
Headword (normalized):
ἐμπεριισχάνω
Headword (normalized/stripped):
εμπεριισχανω
IDX:
34299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34300
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐμπερι-ισχάνω</span>,= foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nech.</span> </span> ap. eund.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0995.tlg001:280:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0995.tlg001:280.3/canonical-url/"> 280.3 </a> ( Pass.).</div><br><br>'}