Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐμπελαστικῶς
ἐμπελάτειρα
ἐμπελάω
ἐμπέλιος
ἐμπέλωρος
ἐμπέπτας
ἐμπέραμος
ἐμπερδολεκαναρύταινα
ἐμπερής
ἐμπεριάγω
ἐμπεριβάλλω
ἐμπερίβολος
ἐμπεριγράφω
ἐμπεριεκτικός
ἐμπεριέρχομαι
ἐμπεριέχω
ἐμπεριισχάνω
ἐμπερικλείω
ἐμπεριλαμβάνω
ἐμπεριληπτικός
ἐμπερίληψις
View word page
ἐμπεριβάλλω
ἐμπερι-βάλλω,
A). embrace, comprehend, dub.in Phld. Herc. 1251 . 8 .


ShortDef

embrace, comprehend

Debugging

Headword:
ἐμπεριβάλλω
Headword (normalized):
ἐμπεριβάλλω
Headword (normalized/stripped):
εμπεριβαλλω
IDX:
34293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34294
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐμπερι-βάλλω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">embrace, comprehend</span>, dub.in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Herc.</span> 1251 </span>. <span class="bibl"> 8 </span>.</div> </div><br><br>'}