Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐμπελάζω
ἐμπέλανα
ἐμπέλασις
ἐμπελαστικῶς
ἐμπελάτειρα
ἐμπελάω
ἐμπέλιος
ἐμπέλωρος
ἐμπέπτας
ἐμπέραμος
ἐμπερδολεκαναρύταινα
ἐμπερής
ἐμπεριάγω
ἐμπεριβάλλω
ἐμπερίβολος
ἐμπεριγράφω
ἐμπεριεκτικός
ἐμπεριέρχομαι
ἐμπεριέχω
ἐμπεριισχάνω
ἐμπερικλείω
View word page
ἐμπερδολεκαναρύταινα
ἐμπερδολεκᾰνᾰρύταινα [ῠ],, dub. sens. in Com.Adesp. 55 D.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐμπερδολεκαναρύταινα
Headword (normalized):
ἐμπερδολεκαναρύταινα
Headword (normalized/stripped):
εμπερδολεκαναρυταινα
IDX:
34290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34291
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐμπερδολεκᾰνᾰρύταινα</span> [<span class="foreign greek">ῠ],</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Com.Adesp.</span> 55 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.</span> </span> </div><br><br>'}