Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐμπελαγίζω
ἐμπελάδην
ἐμπελαδόν
ἐμπελάζω
ἐμπέλανα
ἐμπέλασις
ἐμπελαστικῶς
ἐμπελάτειρα
ἐμπελάω
ἐμπέλιος
ἐμπέλωρος
ἐμπέπτας
ἐμπέραμος
ἐμπερδολεκαναρύταινα
ἐμπερής
ἐμπεριάγω
ἐμπεριβάλλω
ἐμπερίβολος
ἐμπεριγράφω
ἐμπεριεκτικός
ἐμπεριέρχομαι
View word page
ἐμπέλωρος
ἐμπέλωρος
,
ὁ
, title of Laconian official,=
ἀγορανόμος
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐμπέλωρος
Headword (normalized):
ἐμπέλωρος
Headword (normalized/stripped):
εμπελωρος
IDX:
34287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34288
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐμπέλωρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, title of Laconian official,= <span class="foreign greek">ἀγορανόμος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}