Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐμπεδόμυθος
ἐμπεδορκέω
ἔμπεδος
ἔμπεδος
ἐμπεδοσθενής
ἐμπεδόφρων
ἐμπεδόφυλλος
ἐμπεδόω
ἐμπέδωσις
ἐμπειράζω
ἐμπείραμος
ἐμπειράομαι
ἐμπειρέω
ἐμπειρία
ἐμπειρικός
ἐμπειροθάλασσος
ἐμπειρόπλους
ἐμπειροπόλεμος
ἐμπειροπράγμων
ἔμπειρος
ἐμπειρότοκος
View word page
ἐμπείραμος
ἐμπείρ-ᾰμος, ον, poet. for ἐμπέραμος (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐμπείραμος
Headword (normalized):
ἐμπείραμος
Headword (normalized/stripped):
εμπειραμος
IDX:
34265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34266
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐμπείρ-ᾰμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, poet. for <span class="foreign greek">ἐμπέραμος</span> (q.v.).</div><br><br>'}